όπλιση — η 1. η πράξη του οπλίζω. 2. τοποθέτηση σφαίρας στη θαλάμη του όπλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλίσῃ — ὁπλίσηι , ὅπλισις preparing for war fem dat sg (epic) ὁπλίζω make aor subj mid 2nd sg ὁπλίζω make aor subj act 3rd sg ὁπλίζω make fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλίσηι — ὅπλισις preparing for war fem dat sg (epic) ὁπλίσῃ , ὁπλίζω make aor subj mid 2nd sg ὁπλίσῃ , ὁπλίζω make aor subj act 3rd sg ὁπλίσῃ , ὁπλίζω make fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
οπλισμός — ο (ΑΜ ὁπλισμός) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών όπλων και τών πολεμοφοδίων, τα όπλα 3. (μηχανολ.) το σύνολο τών μεταλλικών εξαρτημάτων και συνδέσμων τής μηχανής 4. μουσ. όλα τα… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
θωράκιση — η 1. ενίσχυση με θώρακα καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιούνται γι αυτήν: Θωράκιση του πλοίου. – Πλοίο με ισχυρή θωράκιση. 2. μτφ., όπλιση: Θωράκιση του έθνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωρακισμός — ο όπλιση με θώρακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)